ἐπιπαιστικόν

ἐπιπαιστικόν
ἐπιπαιστικός
droll
masc acc sg
ἐπιπαιστικός
droll
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιπαιστικός — ἐπιπαιστικός, ή, όν (Α) αυτός που γίνεται ή τίθεται ως παιδιά, ως παιγνίδι («γρῑφος πρόβλημα ἐπιπαιστικόν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + παιστικός (< παίστης < παις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”